ζεβζεκιά

ζεβζεκιά
η
1. ανοησία, μωρία.
2. πράξη ή ενέργεια επιπόλαιη και χωρίς σύνεση.
3. απείθεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζεβζεκιά — η [ζεβζέκης] βλ. ζευζεκιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”